Προϋποθέσεις και ορισμένο της νομικής βάσης της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής λόγω ακυρότητας της σύμβασης
Στις περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ειδικότερα στο άρθρο 904 ΑΚ (ΑΠ 876/1995 ΕΕΝ 63.751, ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996.298). Ειδικότερα, ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια την οποία αποκόμισε από τα αγαθά που αγόρασε, η οποία συνίσταται στο ποσό που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο για την αγορά των ίδιων αγαθών με τα επίδικα (ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 766/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.)
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (Ολ. ΑΠ 218/1977), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποίαν έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη . Αν όμως η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητος της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 2/2019). Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζομένη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητος της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ` ένσταση του εναγομένου, απετέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτόν ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (Ολ. ΑΠ 22/2003, Ολ. ΑΠ 23/2003, ΑΠ 1157/2017). Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσης (ΟλΑΠ 23/2003, ΜονΕφΠειρ 237/2024).
17 Ιανουαρίου 2025
Παναγιώτης Σταμ. Γουνελάς
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο &
Πτυχ. Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α