Διαφορές από αδικοπραξία μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, διαδικτύου κλπ. - Προσήκουσα διαδικασία. Παραπομπή.
Ι.1 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 614 αριθμ. 7 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι κάθε φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιοσδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ή μέσω διαδικτύου και γενικά κάθε άλλο σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων όπως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Επομένως, η ευρύτητα με την οποία έχει διατυπωθεί η ανωτέρω διάταξη καθιστά σαφές ότι στην έννοια του τύπου υπάγεται και κάθε ηλεκτρονική δημοσίευση στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας πραγματοποιείται στο διαδίκτυο (internet) μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων, να συνιστά δια του τύπου προσβολή (ΑΠ 1017/2020, ΑΠ 848/2019, ΑΠ 576/2015 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, τέτοιου είδους προσβολή μπορεί να προκληθεί, εκτός άλλων και με αναρτήσεις, που δημοσιεύονται σε ιστολογία, γνωστά ως «blogs», ήτοι σε διαδικτυακά ημερολόγια, καθώς και σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το facebook, που συνιστά διαδραστικό ηλεκτρονικό μέσο, που επιτρέπει την ανάρτηση φωτογραφιών, σχολίων ή και ολόκληρων κειμένων, δυνάμενων να καταστούν, ανά πάσα στιγμή, προσιτά σε απροσδιόριστο αριθμό χρηστών, ανάλογα με τις επιλογές του δικαιούχου του ηλεκτρονικού λογαριασμού στον οποίο έχουν αναρτηθεί (ΕφΘεσ 2116/2020 ΝΟΜΟΣ).
Ι.2 Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, όπως ισχύει έπειτα από τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκασή της κατά τη διαδικασία, στην οποία αυτή υπάγεται. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας ελέγχεται μεν αυτεπαγγέλτως, δεν αποτελεί, ωστόσο, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Έτσι, επί εισαγωγής της υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία, το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη (σε διαφορετική περίπτωση θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 1984.352), αλλά είτε κρατά την υπόθεση και τη δικάζει με την προσήκουσα διαδικασία είτε την παραπέμπει σε άλλη ενώπιόν του συνεδρίαση προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται, δηλαδή, η ευχέρεια στο Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της προσήκουσας εφαρμοστέας διαδικασίας και δεν επιβάλλεται από τη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων. Προκειμένου να κρίνει αν η διαδικασία, στην οποία έχει εισαχθεί η υπόθεση, καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, το δικαστήριο ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο οπότε, σε καταφατική περίπτωση, προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. ΕφΔωδ 17/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν, όμως, η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο δικαστήριο ή την εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση συγκεκριμένης προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ, π.χ. τήρηση προθεσμιών επίδοσης, κατάθεσης προτάσεων) ή όσον αφορά άλλες επιταγές του νόμου (π.χ. δημόσια συζήτηση με εξέταση μαρτύρων), που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση και η αυτεπάγγελτη εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα για τους διαδίκους, τότε το δικαστήριο θα παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου δικαστηρίου ώστε να τηρηθούν οι κανόνες της προσήκουσας διαδικασίας για την εκδίκασή της. Περαιτέρω, έπειτα από τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, καθιερώθηκαν αποκλίνουσες ρυθμίσεις μεταξύ της τακτικής και των ειδικών διαδικασιών, όσον αφορά τον τρόπο άσκησης της αγωγής, την κατάθεση των προτάσεων και τη διεξαγωγή της συζήτησης στο ακροατήριο, οι οποίες καθιστούν πλέον δυνατή τη διακράτηση της διαφοράς από το ίδιο δικαστήριο και την άμεση εκδίκασή της μόνο μεταξύ των ειδικών διαδικασιών των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ. Όταν, αντιθέτως, η διαφορά εισάγεται για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία ενώ εφαρμοστέα είναι κάποια ειδική και αντιστρόφως, οι διαφορετικοί κανόνες, που διέπουν πλέον την προπαρασκευή της συζήτησης, δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο να διακρατήσει την υπόθεση και να δικάσει τη διαφορά με την κατάλληλη διαδικασία, με αποτέλεσμα να πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση, ώστε να εφαρμοστεί η ορθή διαδικασία (έτσι ΜΠρΛαρ 55/2019 Αρμ 2019.545, ΜΠρΠατρ 59/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣυρ 136/2016 ΕλλΔνη 2016.1740, Κ. Μακρίδου, «Πρακτικά ζητήματα μετά την εφαρμογή του Ν. 4335/2015 στην ειδική διαδικασία», ΕφΑΔΠολΔ (2017), 611-617, σ. 615).
Ι.3 Επομένως, βάσει των ανωτέρω, κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία δικάζονται οι διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιοσδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε με τους ανωτέρω αναφερόμενους τρόπους, όπως είναι η διαφορά που εισάγεται με αγωγή κάποιου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του με συκοφαντία ή δυσφήμηση μέσω διαδικτύου ή μέσω τηλεοπτικών εκπομπών, στρεφόμενη τόσο κατά προσώπων που συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία του τύπου όσο και κατά προσώπων που συμμετείχαν στην προσβολή αυτή (ΑΠ 854/2002, ΠΠρΑΘ 600/2015 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του γεγονότος ότι με τις ισχύουσες σήμερα διατάξεις δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, ήτοι η εκδίκαση της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο με την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, καθώς, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠολΔ ο Ν. 4335/2015, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν την τελευταία διαδικασία, διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνους της παρούσας τακτικής διαδικασίας, όπου ενδεικτικά η σημασία της ερημοδικίας, οι προθεσμίες επίδοσης της αγωγής και κατάθεσης των προτάσεων υπολογίζονται με βάση την κατάθεση της αγωγής, δεν εξετάζονται μάρτυρες, η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και δεν επιτρέπεται αναβολή της συζήτησης (άρθρο 237 ΚΠολΔ), σε περίπτωση άσκησης της αγωγής στη τακτική διαδικασία διατάσσεται η παραπομπή της αγωγής προς εκδίκαση κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
25 Σεπτεμβρίου 2024
Παναγιώτης Στ. Γουνελάς
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο &
Πτυχ. Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α