Οφειλή από δάνειο - Αναγκαστική Εκτέλεση - Επιταγή προς Πληρωμή - Το ορισμένο αυτής ως λόγος ανακοπής
Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ' αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης, ή την ανακρίβεια των κονδυλίων, ή τον εσφαλμένο υπολογισμό, ή το παράνομο των τόκων (Εφ Αθ 13/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 73/2015, Αρμ 98, ΕφΛαρ 255/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.361). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος, εκτός εάν η ακυρότητα αναφέρεται στο σύνολο του επιτασσόμενου να καταβληθεί κεφαλαίου (ΑΠ 959/2019, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996,102, ΕΕΝ 1996,182, ΕφΠειρ 189/2021, ΕφΑιγ 97/2021, ΕφΠατρ 21/2021, ΕφΑΘ 123/2020, άπασες δημοσιευθείσες και στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις εξάλλου των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως κατά το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ε' ΚΠολΔ είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως. Δεν είναι βεβαία η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αιρέσεως ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι την συντέλεση των σχετικών αυτών γεγονότων δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτου και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστού προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η πλήρωση της αιρέσεως ή η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί ημερολογιακώς, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του οφειλέτου σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ' ού η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου αυτός να μπορεί να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, ενώ είναι επίσης εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1048/2022, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1016/2018, 1543/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) όπως, όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1349/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιου της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1094/2006, ΕφΑΘ 105/2019, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμο επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 445/2005 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για το κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, στην περίπτωση που αυτό καθορίζεται με βάση το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο της εκάστοτε τράπεζας για κεφάλαιο κινήσεως, το οποίο είναι γνωστό, καθώς καθορίζεται από αυτήν και δημοσιεύεται στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο (Εφ Αθ 5174/2022, Εφ Αθ 4473/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ194/1995, Εφ Αθ 13/2024, ΕφΠατρ 21/2021, ΕφΑΘ 123/2020, ΕφΠειρ 217/2020, ΕφΑιγ 23/2019, άπασες δημοσιευθείσες και στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση του ιστορικού κάθε κονδυλίου. Δεν είναι, δηλαδή, αναγκαίο να εκτίθεται σ’ αυτή όλο το χρονολογικό ιστορικό του κάθε κονδυλίου, αφού αυτό θα κατέληγε σε μια λεπτομερειακή και όχι ευσύνοπτη αναφορά. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία καταρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτωθεν του οποίου γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαια, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός αυτή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί λόγου χάρη αναγκαίο στοιχείο της επιταγής, η ημερομηνία επίδοσης της προκοινοποιηθείσας επιταγής προς πληρωμή, η οποία εξάλλου είναι γνωστή στην ανακόπτουσα. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητο για το ορισμένο της επιταγής προς εκτέλεση να αναγράφεται σε αυτήν το ακριβές ποσό των τόκων, υπερημερίας ή κεφαλαιοποιημένων, καθόσον η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να το εξεύρει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, δεδομένου ότι το συμβατικό επιτόκιο αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και τη σύμβαση το δε νόμιμο επιτόκιο είναι καθορισμένο με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για το χρονικό διάστημα από το εναρκτήριο χρονικό σημείο μέχρι την εξόφληση της επιταγής.
9 Σεπτεμβρίου 2024
Παναγιώτης Στ. Γουνελάς
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο &
Πτυχ. Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α